- ὁμοφράδμων
- ὁμο-φράδμων, ον, gen. ονος,A of the same mind, Lyr.Adesp.138.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομοφράδμων — ὁμοφράδμων, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος, σύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φράδμων (< φράζω «μιλώ, εξηγώ»), πρβλ. κακο φράδμων, πολυ φράδμων] … Dictionary of Greek
ὁμοφράδμων — of the same mind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόηση — η (ΑΜ νόησις, Α συνηρ. τ. νῶσις) [νοώ] 1. η ενέργεια τού νοείν, η σύλληψη διά τού νου, το σκέπτεσθαι, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι 2. η ικανότητα και η διαδικασία τής δημιουργίας εννοιών και κρίσεων και η συσχέτισή τους διά τής λογικής… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek